νεκρονώμης

νεκρονώμης
νεκρο-νώμης, ου, ,
A corpsebearer, Man.4.192.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεκρονώμης — νεκρονώμης, ὁ (Μ) αυτός που εκφέρει τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + νώμης (< νωμῶ «διανέμω»)] …   Dictionary of Greek

  • νεκρονώμας — νεκρονώμᾱς , νεκρονώμης corpsebearer masc acc pl νεκρονώμᾱς , νεκρονώμης corpsebearer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”